Ήντα να κάμω εδά;

Ήντα να κάμω εδά; Τα 'χω με τον απατό μου τον ίδιο! Πώς να πιάσω θέλει να μιλώ για τούτα τα ιερά θεριά, Κουρήτες σεβάσμιους, γεννήματα αντρίκια τση μάνας μου τση Κρήτης;


Πώς να τολμήση ο στόμας μου να γυροφέρη για τον πατέρα μου τον Νικολή, τον παππού μου τον Βιτσέντζο, τον προπάππο μου τον Δομένικο, τον μπάρμπα μου τον Γιάννη, τον νουνό μου τον Μενέλαο;


Γιατί ετσά δεσμοί με δένουσι, εμέ και κάθε Κρητικό απού κατέχει τα ριζοβαστάματά του, με τον Καζαντζάκη, τον Κορνάρο, τον Θεοτοκόπουλο–Γκρέκο, τον Κονδυλάκη, τον Παρλαμά.


Κι αναθίβαλα μερικούς μοναχά από τσ' ανθρώπους απού ετιμήσασι την νεώτερη Πνευματική Κρήτη, απού αναδείξασι την «Κρητική ματιά», απού στηλιώσασι το μπόϊ τως απά στον Ψηλορείτη κι είδασι και οίδασι πως όσο σκαρφαλώνει ο Άνθρωπος στα δύσβατα γκρεμνά, τόσο ανοίγει το μάτι του κι η θωριά του ξεμακραίνει, ξεπερνάει τσι γραμμές των οριζόντων, μεταθέτει τα όρια πιο πέρα, παύει να 'ναι κατωμερίτης –κι ας γεννήθηκε στα πεδινά– και γίνεται αδελφός του αητού, γυιός κι αυτός του Ουρανού.


Μεγάλη τόλμη θέλει τούτο που πα' να κάμω. Μα δεν λυγώ. Προχωρώ. Ανέ θέλω να τιμήσω την γενιά μου και την καταγωγή μου ένα 'ναι το χρέος μου: να μην φοβηθώ την σκιά του πατέρα, τον όγκο τον βράχινο του παππού, τον χείμαρρο των έργων του προπάππου, την δρύγινη κορμοστασιά του μπάρμπα, το βλέμμα το βλοσυρό του νονού.


Όϊ! Πρέπει ν' ανεβώ κι εγώ απά στην Ίδα. Κι εκειά πάνω, απού ο Ήλιος δεν αφήνει τσι σκιές να γεννηθούσι, απού οι βράχοι είνε σημεία φυσικά τση στράτας, απού οι χείμαρροι είνε νιογέννητα κελλαρρυστά ρυγιάκια, απού ο δρυγιάς φωνάζει πως είνε φίλος αδελφικός, απού το βλέμμα καθαρίζει απ' την σκοτείνια του, εκειά πάνω ν' αναμετρηθώ με τσι προγόνους και να βγω νικητής.


Όϊ απλώς για να τους νικήσω. Αλάργο απ' εμού έτσα βρισιά! Μηδέ απλώς για ν' αποδείξω κάτι. Μα για να καρπίση νιός καρπός. Για να μπορώ κι εγώ να μετέχω στην σεπτή τως χορεία. Για να μπορώ κι εγώ να σύρω τον χορό στα βήματα απού μου μάθασι να πατώ, μα στον εδικό μου ρυθμό· στον ρυθμό απού μου μάθασι να χορεύγω, μα στα εδικά μου πατήματα.


Κοντολογίς: αν τολμώ να γράψω σ' αυτό εδώ το ιστολόγιο για όλους αυτούς που προανέφερα, δεν είνε ούτε διότι δεν τσοι σέβομαι, μηδέ γιατί θεωρώ τον εαυτό μου εκ των προτέρων άξιο κριτή τως. Είνε απλώς διότι 'κ'λουθώ στα διδάγματά τως:


Δεν ελπίζω αβασάνιστα σ' αυτούς.

Δεν πιστεύω άκριτα σ΄αυτούς.

Δεν φοβούμαι τίποτ' απ' αυτούς.

Είμε λέφτερος να μιλώ γι' αυτούς.


Ετούτεσα τσι σκέψεις όφειλα να τσι καταγράψω γιατί μερικές απ' τσι επόμενες αναρτήσεις μου θ' αφορούν σ' ετούτουσες τσοι μεγάλους Κρητικούς και τα έργα τως. Δε τσι καταγράφω γιατί φοβούμαι τα στόματα των καλοθελητάδων που θα πούσι: «ποιο είν' εκειονά το απολειφάδι, απού θαρρεύγει να μιλή ετσά;»· ο μπροστάρης κριγιός κατέει ήντα κάμνει· η κριτική, σαν είναι άδικη, δεν με τρομάζει. Τσι καταγράφω απλώς ωσάν εισαγωγή στα επόμενα. Και τσι καταγράφω στη γλώσσα του τόπου μου μόνο και μόνο από σεβασμό στσι Άντρες αυτούς – και στη Μάνα μου, την Κρήτη...

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μενέλαος Γ. Παρλαμάς: Από τη ζωή των λέξεων

Review: Υγεία και ιατρική περίθαλψη